τράφηξ

τράφηξ
και τράπηξ, -ηκος, ὁ, ΜΑ
1. σανίδα ή τεμάχιο ξύλου στενό και επίμηκες, δοκάρι, παλούκι
2. δόρυ, ακόντιο
3. πλατιά σανίδα όπου τοποθετούσαν τα ζυμωμένα ψωμιά για τη μεταφορά τους στον φούρνο, η πινακωτή
αρχ.
(για πλοία) σκαλμός ή κουπαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα -ηξ, -ηκος, όπως και άλλα ον. οργάνων (πρβλ. οἴ-ᾱξ, πήλ-ηξ) και απαντά με ποικιλία σημασιών και διαφορετικών μορφών (πρβλ. τους τ. τράπηξ, τρόπηξ, τρόφηξ), πράγμα αναμενόμενο για έναν τ. τού τεχνικού και καθημερινού λεξιλογίου. Κατά μία άποψη, η λ. έχει προέλθει από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. τρέπω* με αντιπροσώπευση τού φωνηεντικού -ŗ ως -ρα- και -ρο- στους τ. τράπηξ και τρόπηξ και με εκφραστική δάσυνση τού -π- στους τ. τράφηξ και τρόφηξ. Κατ' άλλη άποψη, η λ. μπορεί να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *treb- «κατασκευή από δοκάρια, κτήριο, κατοικία» και να συνδεθεί με το λατ. trabs «δοκός» (βλ. και λ. τέραμνον). Η άποψη, όμως, δεν θεωρείται τόσο πιθανή, λόγω τής σημασιολογικής απομάκρυνσης που παρουσιάζουν τα διάφορα, κινητά κυρίως, αντικείμενα που δηλώνονται από τη λ. τράφηξ και τους άλλους συγγενείς τ. σε σχέση με τη σημ. τής ρίζας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • НАВИГАЦИЯ —    • Navigatio,          ναυτιλία. Мореплавание достигло у греков, которые самой природой были направлены на морскую стихию, уже рано известной степени совершенства. Гомеровский корабль (ср. Autenricht, hom. Wörterbuch и Fridrichs, hom. Realien,… …   Реальный словарь классических древностей

  • строп — I I крыша, чердак, потолок , псковск., зап. (Даль), стропило, укр. стрiп, блр. строп крыша; потолок , др. русск., ст. слав. стропъ στέγη (Супр.), болг. строп чердак, ярус , словен. stròp, род. п. stropa потолок, стропила, фронтон , чеш., польск …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • TRABS — ex Graeco τράφηξ, quod apud Lycophronem occurrit, Festo proprie duo ligna coniuncta. Alias de quovis ligno grandi, etiam de arbore non raro apud Poetas; nave quoque, non abs re, rudibus enim saeculis trabibus cavatis navigabatur, uti dictum supra …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τράπηξ — ηκος, ὁ, Α βλ. τράφηξ …   Dictionary of Greek

  • τρόπηξ — ηκος, ἡ, Α 1. η λαβή τού κουπιού 2. συνεκδ. το κουπί. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τράφηξ] …   Dictionary of Greek

  • trē̆ b-, trōb-, treb- or trǝb-, tr̥b- —     trē̆ b , trōb , treb or trǝb , tr̥b     English meaning: building, dwelling     Deutsche Übersetzung: “Balkenbau, Gebäude, Wohnung”     Material: Lat. trabs and trabēs, is f. “balk, beam”, taberna “Bude, Wohnraum” (dissim. from *traberna);… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”